Αυτό που είναι έξω από μένα......Αυτό που είναι έξω από μένα, δεν ξέρω τι είναι, δεν ξέρω καν αν είναι.
Οι αισθήσεις μου μού δίνουν πολλές πληροφορίες και ο εγκέφαλός μου τις οργανώνει. Έτσι βλέπω χρώματα και σχήματα, ακούω ήχους, γεύομαι γεύσεις, μυρίζω μυρωδιές, αγγίζω πράγματα.
Κάτι πρέπει λοιπόν να βρίσκεται έξω από μένα.
(Εκτός κι αν ονειρεύομαι. Ή αν έχω πέσει θύμα ψευδαισθήσεων ή παραισθήσεων. Κρατώ αυτή την επιφύλαξη για περαιτέρω στοχασμούς.)
Όμως τι είναι αυτό που είναι έξω από μένα, δεν ξέρω. Ξέρω μόνο αυτό που αποτυπώνεται στον εγκέφαλό μου.
Ανάλογα με τη διάθεσή μου της στιγμής, το ονομάζω με διαφορετικά ονόματα.
Όταν με κυριεύει δέος και θαυμασμός, το ονομάζω «Κόσμο», στολίδι δηλαδή. Όταν προσπαθώ να το περιορίσω σε κάποια υποθετικά όρια, προκειμένου να μην τρελαθώ, το λέω «Σύμπαν», όλα μαζί δηλαδή τα πράγματα. Όταν με καταλαμβάνει ο τρόμος – γιατί τελικά δεν μπορώ να το αποφύγω - το λέω «Άπειρο», «Χάος» και «Άβυσσο». Όταν ανακτώ την ψυχραιμία μου και προσπαθώ να το εκλογικεύσω, το λέω «Φύση». Όταν η λογική μου απελπίζεται, το λέω «Θεό».
Του έχω δώσει κι άλλα ονόματα: Πλάση ή Δημιουργία ή Κτίση. Μ’ αυτές τις λέξεις υπονοώ ότι Κάποιος Άλλος το έχει φτιάξει και μου το προσφέρει έτοιμο στο πιάτο.
Άλλες φορές, όταν είμαι σε διάθεση παραληρηματική, προσθέτω επί μέρους χώρους σ’ αυτό που είναι έξω από μένα και τότε χρησιμοποιώ τα ονόματα Παράδεισος, Κόλαση, Τάρταρα, Άδης και Κάτω Κόσμος. Συμπεριλαμβάνω και αυτούς τους χώρους στην Πλάση, τη Δημιουργία και την Κτίση, αν και γνωρίζω ότι απλώς φτιάχνω λέξεις που μάλλον δεν ανταποκρίνονται σε κανένα χώρο.
Αλλά κι αυτό που είναι μέσα σε μένα, δεν ξέρω επίσης τι είναι.
Κάπου φιλοξενούμαι, αυτό καταλαβαίνω.
Προσπαθώ να διακρίνω τα όριά μου, ως πού φτάνω εγώ κι από ποιο σημείο και πέρα αρχίζει ο χώρος που με φιλοξενεί. Δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα να το ανακαλύψω.
Το χέρι μου παραδείγματος χάριν είναι μέρος του εαυτού μου ή μέρος του χώρου που με φιλοξενεί;
Φαίνεται να είναι μέρος του εαυτού μου, εφόσον αν το βάλω στη φωτιά, θα νιώσω πόνο και αυτός θα είναι όλος δικός μου.
Από την άλλη δεν αποφάσισα εγώ για το σχήμα του χεριού μου, που θα το προτιμούσα παραδείγματος χάριν με μακρύτερα δάχτυλα . Επίσης αν συμβεί ποτέ και το χάσω, θα εξακολουθώ να είμαι εγώ και χωρίς το χέρι μου. Άρα δεν είμαι το χέρι μου εγώ.
Το ίδιο και με όλα όσα με συναπαρτίζουν. Δεν αποτελούν τον εαυτό μου.
Όμως είναι ο εαυτός μου παρ’ όλα αυτά.
Γιατί εκτός του ότι μπορούν να με κάνουν να νιώσω πόνο, μου προκαλούν και άλλες αντιδράσεις, όπως οίηση, αν είναι όμορφα, ή ντροπή, αν είναι δύσμορφα. Κι αυτές οι αντιδράσεις συσσωρευόμενες με σχηματίζουν τελικά, με κάνουν καλό ή κακό χαρακτήρα.
Εκτός κι αν ο χαρακτήρας μου δεν είμαι εγώ, εκτός κι αν είναι ένα είδος επίπλου στο χώρο όπου φιλοξενούμαι. Τότε εγώ είμαι κάτι άλλο που δεν είναι το σώμα μου ούτε ο χαρακτήρας μου.
Ίσως - κάνω τώρα μια υπόθεση - είμαι αυτό που σκέφτεται ότι ένα κι ένα μας δίνουν πάντα δύο.
Είμαι δηλαδή μια λογική που παράγεται στον εγκέφαλό μου.
Δεν ξέρω όμως πώς να το αξιολογήσω αυτό.
Επειδή αυτή η λογική δεν είναι αποκλειστικά δική μου, την έχουν όλοι όσοι ανήκουν στο είδος μου. Επομένως δεν έχω καμιά μοναδικότητα, είμαι ένα αντίγραφο που ζω ανάμεσα σε αντίγραφα.
Ο δε ο εγκέφαλός μου παράγει μια λογική που είναι έξω από αυτόν.
Πού βρίσκεται το πρωτότυπο, η μήτρα αυτής της λογικής δεν ξέρω.
Υποθέτω ότι βρίσκεται έξω από μένα, σ’ αυτό που εκτείνεται πέρα από μένα.
Κι έτσι ξαναγυρίζω σ’ αυτό που είναι έξω από μένα.
Καίτη Βασιλάκου
Post a Comment