Μέσα σ’ αυτήν την πόλη
όλο και πιο πολύ σφίγγει το βρόχο η απελπισία.
Το γκρίζο του θανάτου
γλύφει τους δρόμους, τα τσιμέντα, τα μπαλκόνια.
Θλιμμένα βλέμματα, λόγια μνησίκακα
σκιές αγνώστων που έρπουν κι αναπνέουν καυσαέριο.
Σκοντάφτω σε βρισιές, σε σάλιο και σε σπέρμα.
Μέσα σ’ αυτήν την πόλη
γίναν οι άνθρωποι πιο κτήνη κι απ’ τα κτήνη.
Τσαρλατάνοι, τυχοδιώκτες, γυρολόγοι ματαιόδοξοι,
κορεσμένοι από θλίψη και απόγνωση.
Παίζουνε ζάρια και μπαρμπούτι στις αυλές εκκλησιών,
ζητούν για κτερίσματα χρήματα και δόξα,
φτύνουν πίσσα και μαύρη νικοτίνη.
Μέσα σ’ αυτήν την πόλη
πάνε χρόνια που χαθήκανε οι σκύλοι.
Φτάνουνε πεινασμένοι ως τους πρόποδες,
οσφραίνονται το θάνατο και οπισθοδρομούν.
Στεκόμαστε πλέον στο φανάρι ολομόναχοι
και βλέπουμε σάρκες χεριών να φυραίνουν
κάτω απ’ το βάρος της επαιτείας.
Μέσα σ’ αυτήν την πόλη
πάνε χρόνια που ξέχασα τον αέρα, την αλμύρα και τα δέντρα.
Ξέχασα πια τα χαμόγελα· όλα ρημάξαν.
Αναζητώ πια περιπαθώς
ό,τι αναδίδει τη λιγότερη αποφορά θανάτου.
Πάνε χρόνια που με κούρασε η “ανθρωπιά” τους.
Πάνε χρόνια που δεν βρίσκω σκύλους στην αυλή μου.
[Για το σκύλο μου,
που ξέφυγε απ' αυτήν την πόλη]
του Γιώργου Κοκτσίδη
Post a Comment